υπόψυχρος

υπόψυχρος
ος, ο[ν] холодноватый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υπόψυχρος" в других словарях:

  • ὑπόψυχρος — somewhat cold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόψυχρος — η, ο / ὑπόψυχρος, ον, ΝΜΑ κάπως ψυχρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ρίγος, παγερός 2. μτφ. α) ανούσιος, μονότονος, κρύος («κωμικοὶ ὑπόψυχροι», λεξ. Σούδα) β) παράλογος, ανόητος, γελοίος («ζήτημα ὑπόψυχρον», Ερμογ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψυχρός] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόψυχρον — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc sg ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχροις — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρου — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρους — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρων — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποψύχρῳ — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόψυχρα — ὑπόψυχρος somewhat cold neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόψυχροι — ὑπόψυχρος somewhat cold masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δροσιά — Βλ. λ. δρόσος. * * * και δροσά, η (AM δροσία Α και δροσίη Μ και δροσά) [δρόσος] η δρόσος μσν. νεοελλ. 1. υπόψυχρος, ευχάριστος άνεμος 2. δροσερό, σκιερό μέρος 3. φρεσκάδα, ομορφιά 4. ευχαρίστηση, χαρά 5. φρ. «δροσιά δεν αξίζουν» δεν αξίζουν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»